- ὠλιγοποίησεν
- ὀλιγοποιέωmake fewaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοποιώ — ὀλιγοποιῶ, έω (Α) ελαττώνω, μειώνω («ὃς ἐπήγαγεν ἐπ αὐτοὺς λιμόν, καὶ τῷ ζήλῳ αὐτοῡ ὠλιγοποίησεν αὐτούς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek